τοπιογραφικός

τοπιογραφικός
-ή, -ό, Ν [τοπογράφος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τοπιογραφία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τοπιογραφικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με την τοπιογραφία ή τον τοπιογράφο: Τοπιογραφικά θέματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”